Astor Piazzolla, οι αναμνήσεις του (Μέρος 1ο)
Ο Άστορ Πιατσόλα (ισπαν. Ástor Pantaleón Piazzolla, Μαρ ντελ Πλάτα 11 Μαρτίου 1921 – Μπουένος Άιρες 4 Ιουλίου 1992) ήταν Αργεντίνος συνθέτης του τάνγκο και μπαντονεονίστας του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα. Οι συνθέσεις του έφεραν επανάσταση στο παραδοσιακό τάνγκο, ενσωματώνοντας σ’ αυτό στοιχεία της τζαζ και της κλασικής μουσικής και δημιούργησαν το nuevo tango. Βιρτουόζος μπαντονεονίστας, συχνά ερμήνευε τις συνθέσεις του με διάφορα μουσικά σχήματα. Στην Αργεντινή είναι γνωστός ως “El Gran Ástor”
«Ελάχιστα πράγματα θυμάμαι από την παιδική μου ηλικία. Ένα από αυτά ήταν η μυρωδιά του χλωροφόρμιου στα νοσοκομεία, ήταν “κολλημένο” στη μύτη μου. Όταν ήμουν δύο χρονών, υποβλήθηκα σε έξι χειρουργικές επεμβάσεις στο πόδι μου καθώς είχα κάποιου είδους παράλυση. Αργότερα αφαιρέθηκαν οι αμυγδαλές μου. Αυτή η εμπειρία με στοίχειωνε για πολύ. Αυτό συνέβη στις Ηνωμένες Πολιτείες όπου έζησα με τους γονείς μου. Η μητέρα μου συνήθιζε να κολλάει τρίχες σε ένα κατάστημα που κατασκεύαζε τεχνητές γούνες ενώ ο πατέρας μου ήταν κουρέας, πέρναγε όλη τη μέρα στη δουλειά του. Δεν μου άρεσε να είμαι μόνος και στους δρόμους της Νέας Υόρκης. Ο πατέρας μου εργαζόταν ακόμα και τις Κυριακές, προσέχοντας τις συζύγους των Ιταλών ή Εβραίων γκάνγκστερ που πήγαιναν σε γάμο. Ο γέρος μου ήταν πολύ ψηλός (ένα μέτρο και ενενήντα εκατοστά) και ήταν αρκετά λεπτός και όμορφος. Ήταν Ιταλός της Αδριατικής περιοχής. Αγαπούσε τις μοτοσικλέτες και είχε εμφανιστεί και σε κάποιους αγώνες. Η μητέρα μου, αντιθέτως, ήταν σαν να εμένα: κοντή, αρκετά κοντή, πολύ δυνατή και εργαζόταν σκληρά. Οι γονείς της ήταν από την Τοσκάνη και είχε μια πολύ όμορφη τρυφερότητα. Ήταν οι πιο καλοί άνθρωποι που γνώρισα ποτέ στη ζωή μου.
(Ο νεαρός Astor Piazzolla με τους γονείς του)
Άλλαξα τέσσερα σχολεία μέχρι να τελειώσω το δημοτικό σχολείο. Με έδιωχναν για καυγάδες και φιλονικίες. Αλλά σε ένα από αυτά βρήκα την μουσική. Ένας δάσκαλος έπαιζε κομμάτια για μας ως παραδείγματα. Μας έβαζε να ακούσουμε την τρίτη συμφωνία του Brahms, ή το δεύτερο κομμάτι μιας συμφωνίας του Mozart και στο επόμενο μάθημα έπρεπε να αναγνωρίσουμε κάθε ένα από αυτά. Βρήκα την μουσική αλλά δεν την αποδέχτηκα. Δεν έδωσα προσοχή στο νόημα της. Δεν μπορούσα να σταματήσω να γελάω και να κάνω τους συμμαθητές μου να γελούν. Την ανακάλυψα πραγματικά αργότερα όταν ήμουν 12 ετών.
Ζούσαμε σε ένα πολύ μεγάλο σπίτι και εκεί, πίσω, έξω από μια αυλή υπήρχε ένα παράθυρο και, από εκεί, ακουγόταν ο ήχος ενός πιάνου. Με υπνωτίζε, ήμουν ακίνητος δίπλα του. Αργότερα κατάλαβα ότι ήταν ένα κομμάτι του Bach και ότι ο πιανίστας το εξασκούσε εννέα ώρες την ημέρα. Ονομαζόταν Bela Wilda και σύντομα έγινε ο δάσκαλός μου. Ο πατέρας μου κι εγώ χτυπήσαμε την πόρτα του και όταν άνοιξε, μαγεύτηκα από το μεγάλο πιάνο του και από το πακέτο τσιγάρων Camel που κάπνιζε. Για άλλη μια φορά οι “μυρωδιές” εμφανίστηκαν, αλλά αυτή τη φορά με προσέλκυσαν και σκέφτηκα πόσο ωραίο ήταν να μεγαλώνεις και να μπορείς να παίζεις πιάνο και να καπνίζεις τσιγάρα. Καθώς η μητέρα μου δεν είχε χρήματα και επειδή δούλευε ως αισθητικός συμφώνησε να φροντίζει τα χέρια του δασκάλου μου δωρεάν και δύο φορές την εβδομάδα να του φέρνει ένα πιάτο φαγητό με νιόκι ή ραβιόλια. Ο δάσκαλός μου αγαπούσε τα ζυμαρικά.
Στο σπίτι ο πατέρας μου είχε μόνο ηχογραφήσεις από τον Carlos Gardel και τον Julio De Caro. Σήμερα είμαι χαρούμενος που είχε εκείνους τους δίσκους και όχι εκείνους από άλλους ανθρώπους του tango που γενικά ήταν μέτριοι μουσικοί. Παρόλο που αυτή η μουσική δεν με συγκινούσε καθόλου, εγώ, σαν ένα αγόρι του δρόμου και ήδη ένας τζογαδόρος, ανακάλυψα στη μουσική έναν ξένο, μυστικιστικό κόσμο.
(O Astor Piazzolla σε παιδική ηλικία)
Στη Νέα Υόρκη είχα έναν Αργεντίνο φίλο που έπαιζε πιάνο, τον Andrés d’Aquila. Ήξερε και bandoneon και μου το δίδαξε. Ο Wilda, αργότερα στα μουσικά μας μαθήματα, με έμαθε να παίζω Bach στο bandoneon. Μου έδωσε τις μουσικές παρτιτούρες για το πιάνο και μου έδειξε τι έπρεπε να κάνω και τι όχι. Πολύ σύντομα ο πατέρας μου, μου αγόρασε ένα bandoneon. Χρόνια αργότερα, κατά την επιστροφή μου στη χώρα μας, στο Mar Del Plata, εξέλιξα την τεχνική μου με τον Libero Pauloni. Μου άρεσε να παίζω Mozart, Bach ή Schumann. Δεν είχα παίξει ποτέ tango πριν ο Gardel φτάσει στη Νέα Υόρκη.
Γνώρισα τον Gardel γιατί τον θαύμαζε ο πατέρας μου. Μια μέρα χάραξε μια ξύλινη φιγούρα (η ξυλογλυπτική ήταν ένα από τα πάθη του) που έμοιαζε σαν gaucho με κιθάρα και το πρόσωπό του μου θύμιζε έναν πίνακα του Goya. Ύστερα μου φόρεσε τα καλύτερα ρούχα μου ώστε να του την δώσω ως δώρο. Με έστειλε στο διαμέρισμα του στην 48η οδό, στο Broadway όπου ζούσε ο Gardel. Ήμουν εκεί για να πάρω δύο φωτογραφίες με την υπογραφή του. Μία αφιερωμένη στον πατέρα μου Vicente και μία για τη μητέρα μου. Όταν έφτασα όμως δεν μπήκα κατευθείαν μέσα από την πόρτα. Στο ασανσέρ συνάντησα τον Alberto Castellanos που μετέφερε δύο μπουκάλια με γάλα. Τον ρώτησα πού πηγαίνει και, καθώς δεν ήξερε πώς να μιλά Αγγλικά, μου απάντησε στα Ισπανικά. Στην συνέχεια του είπα:
– «Αχ! Μιλάς ισπανικά».
– «Είμαι Αργεντινός», μου απάντησε.
– «Το ίδιο και εγώ», αποκρίθηκα.
– Ουάου, θα είσαι χρήσιμος για μένα, παιδί μου. Άφησα τα κλειδιά στο διαμέρισμα και δεν μπορώ να μπω. Κάνε μου την χάρη, πήγαινε στη έξοδο κινδύνου και μπες από το παράθυρο. Ένας άντρας κοιμάται εκεί, είναι ο Gardel. Ξύπνησε τον και πες του να ανοίξει την πόρτα. Ήμουν 13 οπότε αποδείχθηκε εύκολο για μένα. Τον ξύπνησα αλλά δεν ήταν ο Gardel. Ήταν ο Alfredo Le Pera και ήταν κακόκεφος. Ο Gardel, που ήταν σε ένα άλλο κρεβάτι, είχε διαφορετικούς τρόπους. Με ρώτησε σύντομα:
– «Ποιος είσαι?»
– «Είμαι ένα αγόρι από την Αργεντινή που μένει εδώ».
– «Τέλεια!»
Αλλά όταν του είπα ότι έπαιζα bandoneon, σχεδόν λιποθύμησε. Έφαγα πρωινό μαζί τους, καφέ με γάλα και πουτίγκα με σταφίδες. Ήμουν μαζί του για περίπου ένα χρόνο. Ήμουν ο μεταφραστής του όταν πήγαινε να ψωνίσει σε ακριβά μέρη για να αγοράσει ρούχα. Είχε πολλά χρήματα. Μια μέρα με προσκάλεσε σε ένα μπάρμπεκιου που ο ίδιος μαγείρευε και εκεί έπαιξα bandoneon, αλλά όχι tango. Όταν τόλμησα να παίξω μερικά από αυτά μου είπε: «Παιδί μου, γενικά παίζεις υπέροχα, αλλά όταν παίζεις tango παίζεις σαν Ισπανός!». Συνηθίζαμε να τρώμε μαζί μεσημεριανό πολλές φορές, πάντα στο ίδιο μέρος: ένα πανδοχείο στο Greenwich Village με το όνομα Santa Lucía. Σήμερα ο ιδιοκτήτης του, έχει αλλάξει το όνομά του. Τώρα είναι γνωστό ως Puerto Rico. Ένα απόγευμα είχε επισκεφθεί και το σπίτι μας για τσάϊ και η μητέρα μου είχε μαγειρέψει λουκουμάδες».
(Ο Astor Piazzolla μαζί με τον Carlos Gardel σε ταινία εποχής)
Απόσπασμα συνέντευξης του Astor Piazzolla στον Carlos Rodari για το La Opinión Cultural, που δημοσιεύθηκε στις 30 Μαΐου 1976.
Πηγη: todotango.com, eltango.gr