Άρθρο του βουλευτή Επικρατείας – Τομεάρχη Εθνικής Άμυνας ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ, Ευάγγελου Αποστολάκη, στην Καθημερινή
Οι σχέσεις Αθήνας – Άγκυρας
Η υπογραφή της Διακήρυξης των Αθηνών, αποτέλεσε αναμφίβολα μια σημαντική εξέλιξη για το μέλλον των ελληνοτουρκικών σχέσεων, ιδίως όσον αφορά την δημιουργία ενός κλίματος ηρεμίας στις σχέσεις Ελλάδος – Τουρκίας.
Διαπιστώνει κανείς ωστόσο, ότι λίγους μήνες μετά, ενώ η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει επιδοθεί σε μία στρατηγική υποβάθμισης των τουρκικών προκλήσεων με ταυτόχρονη επανάπαυση στο “θετικό κλίμα” της Διακήρυξης των Αθηνών, η Τουρκία επανέρχεται στην κλιμάκωση μέσω της επικίνδυνης και ανυπόστατης θεωρίας των ‘’γκρίζων ζωνών’’, η οποία παραβιάζει κατάφωρα το διεθνές και το κοινοτικό δίκαιο. Όπως διαπιστώνει κανείς από το πρόσφατο περιστατικό στην Κάσο, η Άγκυρα επιδιώκει για άλλη μια φορά να επαναφέρει το νεό-οθωμανικό αναθεωρητικό αφήγημα της Γαλάζιας Πατρίδας και της επίκλησης του άκυρου και νομικώς ανυπόστατου τουρκολιβυκού Μνημονίου.
Η πρόσφατη περίπτωση αμφισβήτησης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας μας από την Τουρκία στην Κάσο, δημιουργεί πολλά κενά και ερωτήματα ως προς τον τρόπο με τον οποίο επέλεξε η κυβέρνηση να αντιμετωπίσει τις τουρκικές προκλήσεις. Αντί να προχωρήσει σε ανάσχεση, η κυβέρνηση επέλεξε να προχωρήσει σε μια ιδιότυπη ‘’ανεπίσημη’’ διαχείριση των τουρκικών προκλήσεων επιλέγοντας αντί για την οδό της διεθνοποίησης και της καταγγελίας των τουρκικών παραβατικών ενεργειών, την ενεργοποίηση των ‘’ανεπίσημων’’ διαύλων επικοινωνίας με την Τουρκία για την εκτόνωση της έντασης. Αποτέλεσμα ήταν η Τουρκία να καταγάγει μια επικοινωνιακή νίκη, με το τουρκικό ΥΠΑΜ να μας…ευχαριστεί «για τον σεβασμό και τη συνεργασία με τις θαλάσσιες δικαιοδοσίες» της. Οι κατευναστικές δηλώσεις της κυβέρνησης και η απαντητική διαρροή του Υπουργείου Άμυνας ότι «ουδείς ´σεβασμός´ επεδείχθη ή θα επιδειχθεί στο μέλλον από τις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις σε παράνομες ενέργειες της Τουρκίας στη νομίμως οριοθετημένη ζώνη Ελλάδας – Αιγύπτου», δεν αρκούν και σίγουρα δεν αποτελούν ενδεδειγμένο τρόπο ανάσχεσης της παράνομης τουρκικής επεκτατικότητας.
Η εν λόγω στρατηγική, δεν είναι καινούρια. Αντίθετα, την τελευταία πενταετία η Τουρκία κινείται με “συνέπεια” προς μια στρατηγική αμφισβήτησης των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων, σε μία απόπειρα αμφισβήτησης τους κατά παράβαση του Δικαίου της Θάλασσας. Αναφέρω, επιγραμματικά, το παράνομο τουρκολιβυκό μνημόνιο, την κατάθεση συντεταγμένων για τα εξωτερικά όρια της τουρκικής υφαλοκρηπίδας στον ΟΗΕ – μια προδήλως παράνομη απόπειρα υφαρπαγής των κυριαρχικών δικαιωμάτων τόσο της Ελλάδος όσο και της Κυπριακής Δημοκρατίας – τον τουρκικό νόμο με τον οποίο η Άγκυρα κατά παράβαση κάθε κανονισμού του ICAO, ανακοίνωσε την “διεύρυνση” της περιοχής ευθύνης της, περίπου στο μισό Αιγαίο, αλλά και την προκλητική απόπειρα του τότε Τούρκου ΥΠΕΞ, Μεβλούτ Τσαβούσογλου, το 2022, να συνδέσει την ελληνική κυριαρχία με την αποστρατικοποίηση των νησιών του Αιγαίου. Τα ψευδεπίγραφα “νομικά” επιχειρήματά της Τουρκίας συνοδεύθηκαν και με προκλήσεις επί του πεδίου, όπως οι παραβατικές ενέργειες του Ορούτς Ρέις, και οι παρενοχλήσεις των πλοίων L’ Atalante και Nautical Geo, εντός ελληνικής υφαλοκρηπίδας.
Καθίσταται λοιπόν αναγκαίο, να τερματισθεί άμεσα η καιροσκοπική και επικίνδυνη αυτή στρατηγική. Για να επιτευχθεί αυτό, η κυβέρνηση πρέπει πρώτα να αφυπνισθεί από τον διπλωματικό λήθαργο στον οποίο έχει περιέλθει και να αποδεχθεί το γεγονός ότι η Άγκυρα παραβιάζει και το γράμμα και το πνεύμα της Διακήρυξης των Αθηνών, λίγους μόλις μήνες μετά την υπογραφή της. Η κυβέρνηση, οφείλει να παρουσιάσει μια εθνική στρατηγική για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, με αρχή, μέση και τέλος, χωρίς μικροκομματικούς τακτικισμούς, οι οποίοι ζημιώνουν τα εθνικά συμφέροντα. Καθίσταται εθνική επιταγή, να αξιοποιηθεί το διπλωματικό και γεωπολιτικό κεφάλαιο της Ελλάδος προκειμένου η Τουρκία να πιεστεί και να δεσμευτεί στον διάλογο με σαφή προοπτική την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, με ξεκάθαρες κόκκινες γραμμές οι οποίες να αποκλείουν τις παράνομες τουρκικές αξιώσεις τουρκικών εις βάρος της εθνικής μας κυριαρχίας και των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων, όπως αυτά απορρέουν από το Διεθνές Δίκαιο, συμπεριλαμβανομένου φυσικά του Δικαίου της Θάλασσας. Και φυσικά, η Ελλάδα οφείλει να πιέσει προκειμένου να επιτευχθεί διασύνδεση τόσο των ελληνοτουρκικών σχέσεων όσο και του Κυπριακού με τις ευρωτουρκικές σχέσεις, προκειμένου να μην μπορεί η Τουρκία να επανέλθει στην ένταση αφού αξιοποιήσει την επικείμενη συνάντηση για να αποκομίσει τα οφέλη που αποζητά.
Η κυβέρνηση δεν χρειάζεται να ψάξει πολύ μακριά για να βρει τον τρόπο ανάσχεσης των τουρκικών προκλήσεων. Το 2018, επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, όταν η Τουρκία επιχείρησε κλιμάκωση στέλνοντας το ερευνητικό σκάφος «Μπαρμπαρός» προς το ανατολικότερο άκρο της ελληνικής υφαλοκρηπίδας προκειμένου να διεξαγάγει σεισμικές έρευνες, οι Ένοπλες Δυνάμεις και συγκεκριμένα το Πολεμικό Ναυτικό, δεν επέτρεψαν στην Άγκυρα να προχωρήσει στην προβολή του αναθεωρητικού της αφηγήματος. Το μεγάλο ερώτημα του σήμερα είναι εάν η κυβέρνηση θα κινηθεί με βάση την εθνική ευθύνη που της αναλογεί, ή με βάση την εξυπηρέτηση της αδιαφανούς και ανεύθυνης Ι.Χ. εξωτερικής πολιτικής που ακολουθεί.