Γράφει ο Στέργιος Πουρνάρας, φιλολόγος – μουσικός Πρόεδρος Συνδέσμου Γραμμάτων και Τεχνών ΠΕ Γρεβενών
6ο Ο ελληνισμός της Μικράς Ασίας και η πυρπόληση της Σμύρνης
«Η μόνη απώλεια που δεν μπορούμε να αναπληρώσουμε είναι οι νεκροί»
Ναπολέων Βοναπάρτης «Εγχειρίδιον πολέμου»
Η κύρια ευθύνη για την κατάρρευση του μετώπου και τη βαριά ήττα, σύμφωνα με το πόρισμα της ανακριτικής επιτροπής, πέφτει στους ώμους της κυβέρνησης, του αρχιστράτηγου Χατζηανέστη και του επιτελείου. Μικρό μερίδιο ευθύνης βέβαια για την άτακτη φυγή είχαν και ορισμένοι κατώτεροι αξιωματικοί, αλλά αυτό που βασικά έφταιξε ήταν ότι η ανάπτυξη του μετώπου ήταν πολύ μεγάλη (713 χιλ.) και, ενώ το γνώριζαν οι αρμόδιοι, δεν φρόντισαν να το συμπτύξουν. Έφταιξε επίσης η μειονεκτική θέση του νότιου μετώπου και το γεγονός ότι δεν υπήρχαν επαρκείς εφεδρείες. Όλα αυτά τα γνώριζε ο αρχιστράτηγος Χατζηανέστης και το επιτελείο, αλλά αντί να τα διορθώσει, προτιμούσε να μένει στη Σμύρνη, 400 χιλιόμετρα μακριά από το μέτωπο, ελπίζοντας ότι Κεμάλ δεν θα κάνει την επίθεση φοβούμενος την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από την ελληνική στρατιά της Ανατολικής Θράκης. Τελικά αυτή η επιχείρηση – οπερέτα, όπως ονομάστηκε, αποδυνάμωσε το μέτωπο, γιατί μία στρατιωτική δύναμη 21.000 ανδρών, έμενε σε αδράνεια και το γεγονός αυτό ενθάρρυνε τον Κεμάλ για την τελική αντεπίθεση. Γενικότερα, το ηθικό φρόνημα των στρατιωτών ήταν πεσμένο, ύστερα από ένα χρόνο αδράνειας, την αλλαγή της ευρωπαϊκής διπλωματίας υπέρ του Κεμάλ αλλά και από τα δημοσιεύματα του ελληνικού τύπου ο οποίος πρότεινε την αποχώρηση του στρατού από τη Μικρασία. Στην Αθήνα η κυβέρνηση διατελούσε σε πανικό και προσπαθούσε να μετακυλήσει τις ευθύνες στην στρατιωτική ηγεσία, γιατί φοβόταν όχι τόσο τη συμφορά που θα ακολουθούσε αλλά τα επακόλουθα. Φοβόταν την οργή του λαού.
Στις 27 Αυγούστου ο Κεμάλ με τους τσέτες μπήκαν στη Σμύρνη και άρχισαν οι άγριες σφαγές, οι βιασμοί και οι λεηλασίες και ύστερα από τέσσερις ημέρες και η πυρπόληση της Σμύρνης με σκοπό τον αφανισμό του ελληνισμού της Μικρασίας. Σε αυτό το σημείο κρίνεται σκόπιμο να αναφερθούμε συνοπτικά βέβαια την μακραίωνη παρουσία του ελληνισμού στη περιοχή της Ιωνίας που είχε γνωρίσει πολύ μεγάλη ακμή τα τελευταία χρόνια πριν την καταστροφή. Η ελληνική παρουσία στη Μικρασία ήταν συνεχής και
συμπαγής για τρεις χιλιετίες περίπου από τον Τρωικό πόλεμο και τον α’ ελληνικό αποικισμό. Οι Ίωνες, οι Αιολείς και αργότερα οι Δωριείς δημιούργησαν για εμπορικούς και οικονομικούς λόγους αποικίες οι οποίες διατηρούσαν πάντοτε πολύ στενή σχέση και ενότητα με τον ελληνικό μητροπολιτικό χώρο. Σιγά σιγά όλη η περιοχή εξελληνίστηκε και γνώρισε πολύ μεγάλη πνευματική ανάπτυξη -στην Ιωνία γεννήθηκε η επική, η λυρική ποίηση και η φιλοσοφία- και στα ελληνιστικά χρόνια με τον Μέγα Αλέξανδρο ο ελληνικός πολιτισμός και η ελληνική γλώσσα διαδόθηκε και στα ενδότερα. Η κατάσταση παρέμενε ίδια και στα ρωμαϊκά και τα βυζαντινά χρόνια και η ενότητα διατηρήθηκε αδιάσπαστη. Από τον 13ο αιώνα άρχισε να αλλάζει η κατάσταση, καθώς με την επικράτηση των Σελτζούκων Τούρκων στην περιοχή άρχισαν οι εξισλαμισμοί οι οποίοι είχαν ως αποτέλεσμα την αφομοίωση μεγάλου μέρους του ελληνικού πληθυσμού. Κατά την μακρόχρονη δουλεία οι εξισλαμισμοί συνεχίστηκαν αλλά ο ελληνισμός επιβίωσε χάρη στα προνόμια που διασφάλισε το Πατριαρχείο και στον αγώνα των Ελλήνων για τη διατήρηση της θρησκείας και της γλώσσας στις Κοινότητες.
Από τον 18ο αιώνα άρχισαν πάλι πολλοί Έλληνες να καταφεύγουν στη Μικρασία και τον 19ο αιώνα, μετά το 1850 η περιοχή, λόγω των προνομίων που παραχωρήθηκαν από τους Τούρκους, γνώρισε μία νέα οικονομική και πολιτιστική άνθηση. Ειδικά η Σμύρνη, η γκιαούρ Ισμίρ, όπως την αποκαλούσαν οι Τούρκοι, έγινε σιγά σιγά το μεγαλύτερο εμπορικό λιμάνι της Ανατολής που έπαιξε πρωταγωνιστικό οικονομικό ρόλο στο Αιγαίο, τον Εύξεινο Πόντο, τη Βαλκανική αλλά και στη Μεσόγειο και την Ευρώπη ευρύτερα. Πολύ σημαντική ήταν και η πολιτιστική πρόοδος της με τα πολλά και ποιοτικά σχολεία, τα θέατρα, τα καφέ αμάν και τα καφέ σαντάν και γενικότερα με τον κοσμοπολιτισμό και τον συγκρητισμό του ανατολικού με τον δυτικό πολιτισμό. Πρωταγωνιστικό ρόλο στην οικονομική και πνευματική ζωή της Σμύρνης, αλλά και άλλων μεγάλων πόλεων έπαιζαν οι Έλληνες και οι Αρμένιοι. Όλες οι επιχειρήσεις και το εμπόριο ήταν στα χέρια τους, γι’ αυτό και οι Νεότουρκοι με τον Κεμάλ, με το προσωπείο βέβαια της ανεκτικότητας και του σεβασμού των δικαιωμάτων των μειονοτήτων, εκδήλωσαν όλη τη μανία τους εναντίον αυτών των δύο δραστήριων λαών. Ύστερα από τους διωγμούς και τη γενοκτονία που εξαπέλυσαν από το 1914, είχε τώρα την ευκαιρία ο Κεμάλ να εκκαθαρίσει μια για πάντα τον ελληνισμό της Μικρασίας. Αυτό έκανε και μέσα σε λίγες ημέρες η Σμύρνη, αυτό το διαμάντι του Αιγαίου, δεν υπήρχε πια και μαζί της τέθηκε ταφόπλακα και στην μεγάλη Ιδέα, ένα ουτοπικό όραμα, το οποίο τελικά έβλαψε τον ελληνισμό της Μικράς Ασίας.
Καμιά περιγραφή δεν μπορεί να αποδώσει τον τρόμο, τη φρίκη και τις θηριωδίες που βίωσαν οι Έλληνες και οι Αρμένιοι με την είσοδο των μαινόμενων τσετών στη Σμύρνη και στις άλλες μικρότερες πόλεις της Ιωνίας: σφαγές, μαρτυρικοί θάνατοι, φόνοι, βιασμοί, ληστείες και διαρπαγές αγαθών. Όπως υποστηρίχτηκε τότε, ο Κεμάλ άφησε ελεύθερους τους στρατιώτες του για τρεις ημέρες να εκδικηθούν τους Έλληνες και ύστερα δεν μπορούσε να τους σταματήσει ακόμα κι αν το ήθελε. Είναι πάρα πολλές οι μαρτυρίες για την απάνθρωπη συμπεριφορά των νικητών, αλλά δεν είναι δυνατόν σε αυτό το άρθρο να παρατεθούν λεπτομέρειες. Όποιος θέλει πληρέστερη ενημέρωση, μπορεί να διαβάσει τις
σελίδες 170 -181 του βιβλίου «ΕΤΣΙ ΧΑΣΑΜΕ ΤΗ ΜΙΚΡΑΣΙΑ» του Φάνη Κλεάνθη που ήταν και αυτόπτης μάρτυρας σε τρυφερή τότε ηλικία. Η Σμύρνη πριν την καταστροφή είχε 270000 κατοίκους από τους οποίους οι 140000 ήταν Έλληνες και οι 12000 Αρμένιοι. Ένας μεγάλος αριθμός από αυτούς θανατώθηκε, άλλοι κατέφυγαν πρόσφυγες στα κοντινά νησιά με ελληνικά κυρίως πλοιάρια και αρκετοί άντρες από 18 μέχρι 45 χρονών εκτοπίστηκαν στο εσωτερικό, όπου οι περισσότεροι πέθαναν εξαντλημένοι. Οι λίγοι που επέστρεψαν έφεραν για όλη την υπόλοιπη ζωή τους βαριά σωματικά και ψυχικά τραύματα.
Η πυρπόληση της Σμύρνης ξεκίνησε το ξημέρωμα της Τετάρτης 31 Αυγούστου και κράτησε ως το πρωί του Σαββάτου 3 Σεπτεμβρίου. Πρώτη πυρπολήθηκε η αρμένικη συνοικία και στη συνέχεια όλη η περιοχή που κατοικούσαν οι Έλληνες. Συνολικά κάηκαν 55000 σπίτια και 5000 μαγαζιά τα πιο πολλά ελληνικά και τα υπόλοιπα αρμένικα και από τις 46 εκκλησίες σώθηκαν μόνο 3. Μέσα σε μια εβδομάδα η Σμύρνη ως κέντρο του μικρασιατικού ελληνισμού δεν υπήρχε πια και μαζί της εξέλειψε και η μακραίωνη παρουσία των Ελλήνων στην Ιωνία. Στις 13 Σεπτεμβρίου 19 ελληνικά πλοία μπήκαν στο λιμάνι της Σμύρνης, ύστερα από πιέσεις που ασκήθηκαν στον Κεμάλ, και 300000 χιλιάδες Έλληνες από την επαρχία της Σμύρνης, στην οποία διέμεναν πάνω από 900000, πέρασαν απέναντι ως πρόσφυγες. Οι Σύμμαχοι από την άλλη παρακολουθούσαν με απάθεια το μαρτύριο των Ελλήνων και παρεμπόδιζαν τους πρόσφυγες να ανέβουν στα καράβια τους, ενώ θα έφθανε μια οβίδα μόνο, για να σταματήσει το μένος των Τούρκων, όπως αναφέρει ο Αμερικανός πρεσβευτής Τζωρτζ Χόρτον. Τα συμφέροντα όμως είχαν στομώσει τις μπούκες των κανονιών του πανίσχυρου συμμαχικού στόλου. Ας σημειωθεί εδώ ότι ο Έλληνας Αρμοστής της Σμύρνης Αριστείδης Στεργιάδης είχε αποχωρήσει μία ημέρα πριν την είσοδο των τσετών, έχοντας υπογράψει τον νόμο του ελληνικού κράτους για την απαγόρευση προσφυγής του ελληνικού πληθυσμού προς την Ελλάδα χωρίς έγγραφη άδεια και έχοντας ομολογήσει με κυνισμό προς τον Νικόλαο Πλαστήρα που τον ρώτησε για την τύχη των Ελλήνων της Μικρασίας: «Καλύτερα να μείνουν εδώ να τους σφάξει ο Κεμάλ, παρά πάνε στην πατρίδα και να δημιουργήσουν προβλήματα»
Αντίθετα ο μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος που από το 1914 προσπάθησε να οργανώσει την αντίσταση κατά των Τούρκων, κηρυγμένος εχθρός τους, φίλος του Βενιζέλου και οπαδός της μεγάλης Ιδέας και της ανασύστασης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, παρά τις παρακλήσεις του Αμερικανού Προξένου Χόρτον, του Γάλλου πρόξενου Γκραγιέ και του Αρχιεπισκόπου των Καθολικών να το φυγαδεύσουν, αρνήθηκε και έλεγε σε όλους: «Παράδοσις του ελληνικού κλήρου, αλλά και καθήκον του καλού ποιμενάρχη είναι να παραμένη με το ποίμνιόν του». Λειτούργησε για τελευταία φορά στο ναό της Αγίας Φωτεινής το Σάββατο στις 27 Αυγούστου και το βράδυ τον συνέλαβε ο αδίστακτος Νουρεντίν πασάς που, αφού τον απείλησε, τον έβρισε και τον κατηγόρησε ως προδότη, τον παρέδωσε στον μαινόμενο όχλο για να υποστεί το μαρτυρικό του θάνατο με πρωτοφανή αγριότητα. Δεν ήταν βέβαια ο μόνος, γιατί άλλοι τρεις ιεράρχες ο Μοσχονησίων Αμβρόσιος, ο Κυδωνιών Γρηγόριος, ο Ικονίου Ζήλων και 347 ιερείς από 459 της επαρχίας Σμύρνης, θανατώθηκαν οι πιο πολλοί με φριχτά βασανιστήρια.
Αυτή ήταν η μεγάλη τραγωδία που έζησε ο μικρασιατικός ελληνισμός υπό τα απαθή βλέμματα των Συμμάχων. Ο ξεριζωμός βέβαια θα ολοκληρωθεί λίγο αργότερα με την συνθήκη της Λωζάννης και την κυνική ανταλλαγή των πληθυσμών που για πρώτη φορά υιοθετήθηκε στην ανθρώπινη ιστορία…