7ο Οι πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα μετά τη μικρασιατική καταστροφή και η συνθήκη της Λωζάννης
Γράφει ο Στέργιος Πουρνάρας, φιλολόγος – μουσικός
Πρόεδρος Συνδέσμου Γραμμάτων και Τεχνών ΠΕ Γρεβενών
Η κατάρρευση του μετώπου και η τραγωδία του μικρασιατικού ελληνισμού είχαν άμεσες επιπτώσεις στην εσωτερική πολιτική της χώρας. Προείχε βέβαια η άμεση κατάπαυση του πυρός και την πρωτοβουλία για τη σύναψη ανακωχής ανέλαβαν οι Άγγλοι οι οποίοι δεν είχαν τώρα τη ασφάλεια που τους παρείχε ο ελληνικός στρατός και αισθάνονταν έντονα την πίεση του Κεμάλ. Στις 28/09/1922 υπογράφηκε η Ανακωχή των Μουδανιών χωρίς την ελληνική αντιπροσωπεία και οι Σύμμαχοι, αφού εξασφάλισαν τον έλεγχο των Στενών, αποδέχτηκαν την αποχώρηση των Ελλήνων όχι μόνον από την μικρασιατική ζώνη, αλλά και από την Ανατολική Θράκη την οποία μπορούσαν να την υπερασπιστούν τα ελληνικά στρατεύματα. Όμως πρυτάνευσε η λογική να ρυθμίσουν ευνοϊκά τα συμφέροντά τους και να ικανοποιήσουν και τα αιτήματα του Κεμάλ. Η επαναστατική κυβέρνηση, αν και δυσκολεύτηκε να αποδεχτεί τους δυσμενείς όρους, αναγκάστηκε να υποκύψει και έτσι στις αρχές του Οκτωβρίου ο ελληνικός στρατός μαζί με 250000 Έλληνες της Θράκης αποχωρούσαν για να ενισχύσουν έτσι το ρεύμα της προσφυγιάς. Στις 12 Νοεμβρίου οι Έλληνες παρέδωσαν στους συμμάχους τη διοίκηση της Ανατολικής Θράκης και εκείνοι αυθημερόν στους Τούρκους.
Η ελληνική κυβέρνηση και η Αυλή είχαν θορυβηθεί με τις εξελίξεις από τις αρχές Αυγούστου και προσπάθησαν και με τον νόμο «περί διαβατηρίων» και με τη διαταγή «περί γενικής αποστρατεύσεως» να εκτρέψουν τον κίνδυνο. Η τελευταία προσπάθεια για κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Ιωάννη Μεταξά που ήταν αντίθετος με την μικρασιατική εκστρατεία απέτυχε, γιατί όλη την προηγούμενη τριετία είχε περιοριστεί σε ρόλο Κασσάνδρας και ήταν αντιπαθής στον λαό. Η οργή του στρατού και του λαού ήταν πολύ μεγάλη και το αντιμοναρχικό πνεύμα δυνάμωνε.
Η δραστική απάντηση όμως ήρθε από την Χίο και τη Λέσβο που είχαν αποβιβαστεί μεγάλες μονάδες στρατού. Η επαναστατική τριανδρία που συγκροτήθηκε από τον συνταγματάρχη Νικόλαο Πλαστήρα, τον συνταγματάρχη Στυλιανό Γονατά και τον αντιπλοίαρχο Δημήτριο Φωκά, με προκήρυξή τους που ρίχτηκε στη Αθήνα και σε άλλες πόλεις με αεροπλάνο, ζητούσε: άμεση παραίτηση του βασιλιά, διάλυση της φιλοβασιλικής Βουλής, σχηματισμός νέας κυβέρνησης φιλικά προσκείμενης προς την Αντάντ με σκοπό τη διενέργεια εκλογών και άμεση ενίσχυση του θρακικού μετώπου, πριν ακόμα την υπογραφή
της Ανακωχής των Μουδανιών. Οι πρώτες ενέργειες ήταν η αναδιοργάνωση του στρατού στον Έβρο, ο διορισμός του Ελευθερίου Βενιζέλου ως διπλωματικού εκπροσώπου της χώρας στο εξωτερικό και, υπό την πίεση της κοινής γνώμης, η παραπομπή σε δίκη των υπευθύνων της εθνικής συμφοράς.
Στις 5/10/1922 με διάγγελμα παρέπεμψαν σε δίκη σε έκτακτο στρατοδικείο για εσχάτη προδοσία οκτώ υπεύθυνους από τους οποίους στις 15/11/1922 καταδικάστηκαν σε θάνατο οι έξι, παρά τις αντιδράσεις του Άγγλου πρέσβη αλλά και του ίδιου του Βενιζέλου: Δημήτριος Γούναρης, Νικόλαος Στράτος, Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, Γεώργιος Μπαλτατζής, Νικόλαος Θεοτόκης, Γεώργιος Χατζηανέστης. Έμεινε στην ιστορία λοιπόν ως «δίκη των έξι» οι οποίοι εκτελέστηκαν λίγες ώρες αργότερα στο Γουδί και δίχασε ακόμη περισσότερο το ήδη βαριά πληγωμένο Έθνος. Το κατηγορητήριο βέβαια και τυπικά και ουσιαστικά θα μπορούσε να θεωρηθεί αβάσιμο, γιατί το αδίκημα έγινε εκτός Ελλάδας και δεν αποδείχτηκε ο δόλος των κατηγορουμένων. Είχε συμβεί όμως μια ανείπωτη τραγωδία με χιλιάδες νεκρούς, τραυματίες, πρόσφυγες, ατιμασμένους από πράξεις ή παραλείψεις των κατηγορούμενων και η λαϊκή κατακραυγή και η οργή του στρατού ήταν μεγάλη με απαίτηση για αιματηρή κάθαρση η οποία βέβαια δημιούργησε αγεφύρωτο χάσμα στη πολιτική ζωή της χώρας μας.
Ύστερα από την κατάπαυση του πυρός και την ελληνοτουρκική εδαφική διευθέτηση με την Ανακωχή των Μουδανιών ξεκίνησαν στη Λωζάννη της Ελβετίας οι κοπιώδεις διαπραγματεύσεις για την τελική συνθήκη. Η Αγγλία, η Γαλλία και η Ιταλία ήταν οι Δυνάμεις που ανέλαβαν αυτόν τον διαμεσολαβητικό ρόλο, καθώς οι ΕΠΑ δεν επιθυμούσαν να συμμετάσχουν, αλλά απαίτησαν να ληφθεί υπόψη η πολιτική «ανοικτών θυρών» για οικονομική διείσδυση και η Σοβιετική Ένωση δεν κλήθηκε για ιδεολογικούς λόγους. Οι συζητήσεις κράτησαν από τον Νοέμβριο του 1922 μέχρι τον Ιούλιο του 1923 με μία διακοπή δυόμιση μηνών και τα κυριότερα θέματα που απασχόλησαν του συνέδρους ήταν: το καθεστώς των Στενών, η τύχη της πετρελαιοφόρας περιοχής της Μοσούλης και η κατάργηση ή διατήρηση των διομολογήσεων, των ειδικών προνομίων που είχαν οι ευρωπαϊκές δυνάμεις για την απρόσκοπτη διεξαγωγή του εμπορίου στην άλλοτε Οθωμανική αυτοκρατορία.
Τα σημαντικότερα αποτελέσματα της συνθήκης ήταν η μερική δικαίωση των Τούρκων, η διατήρηση του ελέγχου των Στενών και της Εγγύς και Μέσης Ανατολής από τις Δυνάμεις της Αντάντ και η την καθιέρωση μιας καινούργιας και σκληρής πρακτικής για τις τύχες των λαών, της ανταλλαγής των πληθυσμών. Η Ανατολική Θράκη, τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος και τα Στενά δόθηκαν στην Τουρκία, η οποία κράτησε τα βορειοανατολικά σύνορα με την Ρωσία που είχαν συμφωνηθεί παλιότερα με τη συνθήκη του Αλεξαντροπόλ και βελτίωσε τη συνοριακή γραμμή με τη Συρία. Τα Δωδεκάνησα δόθηκαν οριστικά στη Ιταλία και η Κύπρος στην Αγγλία. Το καθεστώς διεθνοποίησης και αποστρατικοποίησης των Στενών διατηρήθηκε με τον όρο ότι η Τουρκία, σε περίπτωση πολέμου, μπορούσε να απαγορεύσει την κίνηση των αντιπάλων της. Καταργήθηκαν οι διομολογήσεις και το ζήτημα της Μοσούλης παραπέμφθηκε στην Κοινωνία των Εθνών η οποία τρία χρόνια αργότερα αποφάνθηκε υπέρ των Άγγλων.
Με ξεχωριστή ελληνοτουρκική σύμβαση στις 30/1/1923 μεταξύ Βενιζέλου και Ινονού επιλύθηκε και το ζήτημα της ανταλλαγής των πληθυσμών, ενώ έμενε σε εκκρεμότητα το ζήτημα της ανταλλαγής των περιουσιών το οποίο επιλύθηκε αργότερα το 1930 από τους ίδιους πολιτικούς εις βάρος όμως των Ελλήνων προσφύγων. Από το 1914 μέχρι το 1925, 1300000 Έλληνες πρόσφυγες από τον Πόντο, τη Θράκη και την Μικρά Ασία και 500000 Τούρκοι από την Ελλάδα αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις πατρογονικές τους εστίες. Εξαιρέθηκαν μόνο οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου και οι Μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης.
Τα αποτελέσματα της συνθήκης, θετικά και αρνητικά, ήταν άμεσα: πυκνώθηκε ο ελληνικός πληθυσμός σε διάφορες περιοχές της χώρας και κυρίως στην Μακεδονία, όπου εγκαταστάθηκε το 50% των προσφύγων και τονώθηκε η οικονομική και πνευματική ζωή της χώρας με την εργατικότητα και δημιουργικότητα των Ελλήνων της Μικρασίας. Από την άλλη συρρικνώθηκε ο Ελληνισμός με αρνητικές οικονομικές και πολιτισμικές συνέπειες και για τις δύο πλευρές του Αιγαίου που τα τελευταία χρόνια διατηρούσαν τη συνεργασία σε ανώμαλες βέβαια συνθήκες. Επίσης η Ελλάδα για δύο και πλέον δεκαετίες αντιμετώπισε οξύ κοινωνικό πρόβλημα για τη ένταξη και αποκατάσταση των προσφύγων οι οποίοι μπορούμε να πούμε ότι ενσωματώθηκαν στην ελληνική κοινωνία μετά τη δεκαετία 1940-1950 που συμμετείχαν στους εθνικούς και κοινωνικούς αγώνες. Τέλος άλλοι δέχτηκαν τη συνθήκη με ανακούφιση ως τέρμα μιας μεγάλης περιπέτειας, άλλοι με οργή και άλλοι, οι πρόσφυγες κυρίως, με πικρία, όχι τόσο για το άδοξο τέλος της Μεγάλης Ιδέας όσο για τον ξεριζωμό τους και την εθνική τραγωδία.