Γράφει ο Στέργιος Πουρνάρας, φιλολόγος – μουσικός Πρόεδρος Συνδέσμου Γραμμάτων και Τεχνών ΠΕ Γρεβενών
5ο Η επίθεση του ελληνικού στρατού, η ήττα και η οπισθοχώρηση
Από την πρώτη στιγμή που πάτησε ο ελληνικός στρατός το πόδι του στην περιοχή της Σμύρνης τον Μάιο του 1919, άλλοτε με πρόσκληση των κατοίκων, άλλοτε από τις προκλήσεις των Τούρκων τσετών, που έκαμαν παρενοχλητικό ανταρτοπόλεμο, κινήθηκε για την κατάληψη της ζώνης που είχαν ορίσει οι Σύμμαχοι. Αν χρειαζόταν, έκανε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις σε βάθος μερικών χιλιομέτρων πάντα με την άδεια του συμμαχικού στρατηγείου. Τον Ιούνιο του 1920 όμως λίγο πριν την Συνθήκη των Σεβρών, άρχισαν οι επιχειρήσεις προς το εσωτερικό της Μικρασίας. Ο αρχιστράτηγος Λεωνίδας Παρασκευόπουλος έλεγε στην ημερήσια διάταξη προς τους στρατιώτες: «Εις τον ελληνικόν στρατόν έλαχεν ο ωραίος κλήρος να επιβάλει τας θελήσεις της δικαιοσύνης και του πολιτισμού… η ζωή, η τιμή και η περιουσία παντός κατοίκου, εις οιανδήποτε φυλήν κι αν ανήκει ούτος και οιονδήποτε θρήσκευμα κι αν πρεσβεύει, θα είναι δι’ ημάς ιερά».
Μετά την υπογραφή της συνθήκης των Σεβρών ο ελληνικός στρατός είχε προωθηθεί πολύ πιο ανατολικά από τη γραμμή που όριζε αυτή και δημιουργήθηκε ένα δίλημμα: άμυνα στη γραμμή της συνθήκης ή προέλαση στο εσωτερικό για να υποχρεωθεί ο αντίπαλος να αποδεχτεί του όρους; Το δίλημμα ήταν και πολιτικό και στρατιωτικό, πολιτικό, γιατί η πολιτική ηγεσία ήθελε να αποδείξει ότι μπορούσε να επιβάλει τους όρους της συνθήκης στον Κεμάλ και στρατιωτικό, γιατί η άμυνα αφήνει την πρωτοβουλία στον αντίπαλο, φέρνει τελμάτωση και πτώση του ηθικού, ενώ η επίθεση θεωρείται η καλύτερη άμυνα. Η επίθεση όμως στην προκειμένη περίπτωση σήμαινε απομάκρυνση από τα κέντρα ανεφοδιασμού και διεύρυνση του μετώπου με αποτέλεσμα να είναι πιο ευάλωτο σε μια αντεπίθεση του εχθρού.
Οι συνθήκες στο μέτωπο επιδεινώθηκαν πάρα πολύ μετά τις σοβαρές πολιτικές αλλαγές στην Ελλάδα στις εκλογές του Νοεμβρίου με την ήττα του Βενιζέλου, την επάνοδο του βασιλιά Κωνσταντίνου, τις αλλαγές στο στράτευμα και την εγκατάλειψη της Ελλάδας από τους δυτικούς Συμμάχους, με πρόσχημα την επιστροφή του κηρυγμένου εχθρού της Αντάντ. Ο ικανός αρχιστράτηγος Λεωνίδας Παρασκευόπουλος αντικαταστάθηκε από τον Αναστάσιο Παπούλα που ήταν αφοσιωμένος στον βασιλιά και ανέμενε εντολές για να οδηγήσει το στράτευμα σε νέες νίκες. Αυτή η αφοσίωση του Παπούλα στον βασιλιά, καθώς
και η παρασημοφόρηση αξιωματικών των γραφείων και όχι του μετώπου, προκαλούσε αναταραχές στις τάξεις του στρατιωτικού σώματος και διάσπαση της ενότητας.
Το 1921 λοιπόν άρχιζε με πολιτικοστρατιωτικές δυσχέρειες, με μια διπλωματική αποτυχία του Δημητρίου Γούναρη στο συνέδριο του Λονδίνου τον Ιανουάριο και με οικονομική στενότητα, καθώς οι Άγγλοι αρνήθηκαν την οικονομική ενίσχυση του ελληνικού κράτους. Οι Σύμμαχοι θορυβημένοι από τις επαφές του Κεμάλ με τους Σοβιετικούς και επειδή έβλεπαν ότι δεν ήταν δυνατή η ήττα του, σύστησαν στην ελληνική κυβέρνηση τον Ιούνιο αναστολή των επιχειρήσεων. Αρχές Ιουλίου ο ελληνικός στρατός έφτασε στην Κιουτάχεια, όπου πίστευε ότι θα κύκλωνε τις δυνάμεις του αντιπάλου. Μάταια όμως, γιατί ο εχθρικός στρατός αποσυρόταν στο εσωτερικό και περίμενε να περάσει ο χρόνος και να δυσχεράνουν οι συνθήκες για τους Έλληνες λόγω της προέλασης.
Στη σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στη Κιουτάχεια τον Ιούλιο υπό την προεδρία του βασιλιά, παρά τις αντιρρήσεις και τους ενδοιασμούς πολλών στρατιωτικών για τις δυσχέρειες του ανεφοδιασμού, αποφασίστηκε προέλαση, χωρίς κανένα σχέδιο και χωρίς μέριμνα από τη μεριά της πολιτικής ηγεσίας για ασφαλή επιστροφή του στρατεύματος σε περίπτωση αποτυχίας. Ο Κεμάλ κήρυξε ιερό πόλεμο εναντίον των Ελλήνων και το κλίμα φορτίστηκε πάρα πολύ. Παρ’ όλα αυτά ο ελληνικός στρατός αποδείχτηκε πιο άξιος από την πολιτική ηγεσία και αγωνίστηκε ηρωικά φτάνοντας μέχρι το Σαγγάριο, χωρίς να περικυκλώσει τον τούρκικο στρατό που οχυρώθηκε στην απέναντι όχθη. Η ηγεσία της ελληνικής στρατιάς αποφάσισε τη σύμπτυξη του μετώπου στη γραμμή Εσκί Σεχίρ – Κιουτάχεια – Αφιόν Καραχισάρ και οι Τούρκοι γιόρτασαν το γεγονός αυτό ως μεγάλη νίκη. Εκείνο το καλοκαίρι είχε αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση και, παρόλο που ο ελληνικός κατείχε μία ζώνη 100 τ. χμ. ούτε να προελάσουν μπορούσαν ούτε να αποχωρήσουν αποφάσιζαν, γιατί κάτι τέτοιο θα θεωρούνταν προδοσία απέναντι στον ελληνισμό της Μικρασίας. Το 1922 προβλεπόταν δυσοίωνο για την ελληνική πλευρά.
Στις αρχές του 1922 δημιουργήθηκαν πολλές ανησυχίες για το μικρασιατικό μέτωπο, αλλά κανείς από την κυβέρνηση δεν πρότεινε ανοιχτά την αποχώρηση από την Μικρασία ή τον αναπροσανατολισμό της εξωτερικής πολιτικής. Μόνο ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου και έξι συνεργάτες του, στις 12 Φεβρουαρίου, δημοσιεύοντας το «Δημοκρατικό Μανιφέστο» δήλωναν έμμεσα ή άμεσα ότι τα πράγματα της χώρας δεν πήγαιναν καθόλου καλά και την ευθύνη γι’ αυτό την είχε ο βασιλιάς και οι κυβερνήσεις που επηρεάζονταν από την Αυλή. Μετά από δίκη που έγινε στη Λαμία οι καταγγέλλοντες καταδικάστηκαν και φυλακίστηκαν μέχρι την αποχώρηση του βασιλιά τις 22 Σεπτεμβρίου.
Τον Μάρτιο οι Σύμμαχοι αποφάσισαν να παρέμβουν και πρότειναν στην ελληνική κυβέρνηση αποχώρηση από την Μικρασία με όρους που στην ουσία ανέτρεπαν τη Συνθήκη των Σεβρών και χωρίς να υπόσχονται την ασφαλή προστασία του ελληνικού πληθυσμού. Ενώ όμως η ελληνική κυβέρνηση ήταν πρόθυμη να δεχτεί τους όρους, οι Τούρκοι δεν έστεργαν. Οι όροι είχαν αντιστραφεί. Η πρόταση αντιπερισπασμού της ελληνικής κυβέρνησης, να καταλάβει ο ελληνικός στρατός της Ανατολικής Θράκης την Κωνσταντινούπολη, για να αναγκαστεί ο Κεμάλ να παραδοθεί, κρίθηκε αναποτελεσματική από τους Συμμάχους οι οποίοι δεν ήθελαν να συγκρουστούν με τον Κεμάλ. Επιπλέον, η παρουσία του ελληνικού στρατού στην Ανατολική Θράκη αποδυνάμωνε το μικρασιατικό μέτωπο. Την ίδια αποτυχημένη έκβαση είχε και «το σχέδιο αυτονόμησης» που ήταν παλιότερο και είχε συζητηθεί από επιφανείς Έλληνες της Σμύρνης και προέβλεπε την τοπική οργάνωση της Σμύρνης και την αυτοάμυνα, αλλά δεν είχε προωθηθεί προς μια πρακτική λύση. Τώρα πλέον ήταν πολύ αργά, γιατί ο Κεμάλ ήθελε να εκκαθαρίσει την κατάσταση δυναμικά και σε πολιτικό και σε στρατιωτικό επίπεδο – με την σιωπηρή στήριξη και των Συμμάχων που και αυτοί ήθελαν να απαλλαγούν από του δραστήριους οικονομικά και πολιτιστικά Έλληνες – , οπότε η ιδέα της συνοίκησης ήταν ανέφικτη. Η τελική αναμέτρηση ήταν πια αναπόφευκτη και ο εχθρός διψούσε για τη νίκη και να κερδίσει το έδαφος και το γόητρο που έχανε 3 χρόνια με ήττες και υποχώρηση. Η αντεπίθεση εκδηλώθηκε στις 13 Αυγούστου και σε δεκαπέντε ημέρες ο Κεμάλ έφτασε στην Σμύρνη χωρίς ουσιαστική αντίσταση. Στις 31 Αυγούστου άρχισε η πυρπόληση της Σμύρνης κάτω από τα βλέμματα των Συμμάχων οι οποίοι με ένα κανονιοβολισμό μπορούσαν να σταματήσουν τον Κεμάλ!…