Γράφει ο Στέργιος Πουρνάρας, φιλολόγος – μουσικός Πρόεδρος Συνδέσμου Γραμμάτων και Τεχνών ΠΕ Γρεβενών
4ο Η εκλογική ήττα του Βενιζέλου, η πολιτική της Eνωμένης Aντιπολίτευσης και η ευρωπαϊκή διπλωματία
Λίγες ημέρες μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών και ενώ ο Βενιζέλος ετοιμαζόταν να επιστρέψει στην Ελλάδα, δέχτηκε δολοφονική απόπειρα από δύο αντιβενιζελικούς απότακτους αξιωματικούς, μια πράξη κορυφαίου φανατισμού τη στιγμή του μεγαλύτερου διπλωματικού θριάμβου της χώρας! Τα πάθη του εθνικού διχασμού διατηρούνταν έντονα από τη διετία 1915-1917 που ο βασιλιάς διέλυσε τη Βουλή που είχε βενιζελική πλειοψηφία και σχημάτισε δύο φορές φιλοβασιλικές κυβερνήσεις, για να ελέγχει την εξωτερική πολιτική ως φίλα προσκείμενος προς τη Γερμανία.
Μέσα σε αυτό το κλίμα όξυνσης των παθών και διχασμού στο οποίο είχαν συμβάλει με τις αυθαιρεσίες και τις βαναυσότητες και κατώτερα στελέχη της βενιζελικής παράταξης, γνώρισε νέα έξαρση ο πολιτικός φανατισμός, με αποτέλεσμα λίγες ημέρες αργότερα να δολοφονηθεί στην πρωτεύουσα ο Ίων Δραγούμης, μια σεβαστή μορφή του αντιβενιζελισμού, γεγονός που κηλίδωσε την πολιτική ζωή της χώρας. Τα δύο αυτά γεγονότα, η απόπειρα κατά του Βενιζέλου και η δολοφονία του Ίωνα Δραγούμη, σχολιάστηκαν αρνητικά από εχθρούς και φίλους.
Ο Βενιζέλος, μόλις γύρισε στην Ελλάδα, ύστερα από ολιγοήμερη θεραπεία στο Παρίσι, γιόρτασε θριαμβευτικά στο Παναθηναϊκό Στάδιο τη μεγάλη διπλωματική του επιτυχία και, παρά τις αντιρρήσεις κορυφαίων στελεχών του, προκήρυξε εκλογές όντας σίγουρος ότι θα τις κερδίσει, , για να επικυρώσει τη Συνθήκη η νέα Βουλή, καθώς είχε λήξει η θητεία της λεγόμενης Βουλής των Λαζάρων του 1917, η οποία είχε εκλεγεί το 1915.
Οι εκλογές ορίστηκαν για τις 25 Οκτωβρίου αλλά μετατέθηκαν για την 1η Νοεμβρίου λόγω του αιφνιδίου θανάτου του βασιλιά Αλεξάνδρου τον οποίο διαδέχτηκε ως αντιβασιλιάς ο ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης. Οι εκλογές πήραν πολιτειακό χαρακτήρα και το κόμμα των βενιζελικών θεωρήθηκε αντιβασιλικό, ενώ το αντιβενιζελικό φιλοβασιλκό. Ο Βενιζέλος πίστευε ότι θα μετρούσε υπέρ του το γεγονός ότι είχε δημιουργήσει την Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών, έχοντας επεκτείνει τα σύνορα και αυξήσει τον πληθυσμό του ελληνικού κράτους. Η αντιπολίτευση όμως εκμεταλλεύτηκε την κόπωση των πολιτών από τις μακροχρόνιες πολεμικές αναμετρήσεις και κατέκρινε αυτό το γεγονός υποσχόμενη ότι θα τερμάτιζε τον πόλεμο. Αρνητικό ρόλο έπαιξαν και οι αυθαιρεσίες που είχαν γίνει την προηγούμενη τετραετία από κατώτερα κυρίως στελέχη της βενιζελικής παράταξης σε βάρος των αντιφρονούντων. Τέλος το εκλογικό σύστημα που ήταν πλειοψηφικό δεν ευνόησε τον Βενιζέλο, γιατί ,αν και πήρε περισσότερες ψήφους στη επαρχία, έχασε με μικρή διαφορά στα αστικά κέντρα και έβγαλε λιγότερες έδρες (Ψήφοι: Φιλελεύθεροι
375.803, Ενωμένη Αντιπολίτευση 368.678 Έδρες: Φιλελεύθεροι 118, Ενωμένη Αντιπολίτευση 251). Ο ίδιος ο Βενιζέλος μάλιστα δεν εκλέχτηκε βουλευτής!
Αμέσως μετά τις εκλογές οι ηγέτες της αντιβενιζελικής παράταξης Δ. Γούναρης, Δ. Ράλλης και Ν. Στράτος δήλωσαν ότι θα συνέχιζαν τη μικρασιατική εκστρατεία, διαψεύδοντας τις προεκλογικές τους υποσχέσεις. Παρά τις αντιρρήσεις του Βενιζέλου προκήρυξαν και δημοψήφισμα για την επιστροφή του βασιλιά Κωνσταντίνου που ήταν νόθο, γιατί από τους ένα εκατομμύριο
ψηφοφόρους περίπου, μόνο οι δέκα χιλιάδες(;) ψήφισαν κατά του βασιλιά. Έτσι οι σύμμαχοι και κυρίως οι Άγγλοι που μέχρι τότε στήριζαν τις ελληνικές θέσεις βρήκαν το πρόσχημα για να εγκαταλείψουν την Ελλάδα στρατιωτικά, διπλωματικά και οικονομικά μόνη στο μικρασιατικό μέτωπο. Από την άλλη μεριά κρατούσαν και τον ελληνικό στρατό στην Σμύρνη για να ασκήσουν διπλωματική πίεση στον Κεμάλ με κόστος σε αίμα ελληνικό. Οι απεγνωσμένες ενέργειες της νέας κυβέρνησης να πετύχει πιο ευνοϊκό κλίμα, διπλωματικό και οικονομικό, από την πλευρά της Αντάντ δεν καρποφόρησαν. Η διπλωματία και η γεωγραφία δεν έχει αισθήματα και η στάση των Δυνάμεων είχε αλλάξει πια, εξαιτίας των πολιτικών εξελίξεων στην χώρα μας λόγω του εθνικού διχασμού. Τον Φεβρουάριο μάλιστα του 1921 καλούσαν στο Λονδίνο τον Κεμάλ να στείλει αντιπρόσωπο για την επίλυση του μικρασιατικού ζητήματος αναγνωρίζοντας έτσι de facto το εθνικό-πολιτικό κίνημά του.
Ο Κεμάλ ,από τα τέλη του 1920 που διέλυσε την Ποντοαρμενική Δημοκρατία και ακολουθώντας την πολιτική της ενεργητικής ουδετεροφιλίας που αντιδιαστέλλεται με την παθητική ουδετερότητα, τους πρώτους μήνες του 1921 ρύθμισε τις συνοριακές διαφορές με τη Σοβιετική Ένωση και προχώρησε στην υπογραφή Συμφώνου Φιλίας που ήταν πολύτιμη για διπλωματικούς λόγους – θορυβήθηκαν οι Δυτικοί σύμμαχοι – και για την προμήθεια στρατιωτικού υλικού. Τον Μάρτιο του 1921 οι Γάλλοι και οι Ιταλοί προτίμησαν με οικονομικά ανταλλάγματα που δόθηκαν σε γαλλικές και ιταλικές επιχειρήσεις να αποχωρήσουν από τις κατεχόμενες περιοχές και να υπογράψουν αντίστοιχες συμφωνίες φιλίας και συνεργασίας. Τον Οκτώβριο μάλιστα του ίδιου έτους η Γαλλία υπέγραψε ένα ειδικό σύμφωνο οικονομικής συνεργασίας με τον Κεμάλ, το σύμφωνο Franklin–Bouillon, που αποτέλεσε βαρύ διπλωματικό πλήγμα για τους Έλληνες και θορύβησε πάρα πολύ τους Άγγλους.
Ο Κεμάλ με αυτόν τον τρόπο καθάριζε τα δευτερεύοντα μέτωπα, άνοιγε δρόμους ανεφοδιασμού και δημιουργούσε γέφυρες επικοινωνίας με τις ευρωπαϊκές δυνάμεις με ανταλλάγματα, στρέφοντας όλη την προσοχή του προς τον πιο επικίνδυνο εχθρό ,τους Έλληνες, οι οποίοι ενοχλημένοι από τον εκνευριστικό ανταρτοπόλεμο, προχωρούσαν όλο και πιο βαθιά στο μικρασιατικό έδαφος καθιστώντας πιο δύσκολο τον ανεφοδιασμό και πιο ευαίσθητο και πιο τρωτό το μέτωπο σε μια αντεπίθεση του Κεμάλ, όπως θα αποδειχθεί τον άλλο χρόνο.
Οι εσωτερικές πολιτικές αντιπαραθέσεις λοιπόν είχαν ως αποτέλεσμα τον εθνικό διχασμό, την ήττα του Βενιζέλου και τη μεταστροφή της ευρωπαϊκής διπλωματίας σε μια κρίσιμη καμπή για τα εθνικά μας θέματα. Πολλοί κατηγόρησαν τον Βενιζέλο ότι δεν έπρεπε να κάνει τις εκλογές και να συνέχιζε στο τιμόνι ο ίδιος που γνώριζε πολύ καλά την ευρωπαϊκή διπλωματία. Ο μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος ο οποίος θεωρούσε τον Βενιζέλο εθνάρχη και τον αποκαλούσε φίλτατο αδελφό και από μηχανής θεό στην επιστολή του λίγο πριν την πυρπόληση της Σμύρνης και του ζητούσε, έστω και την τελευταία στιγμή να μεσολαβήσει για την σωτηρία του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας, του καταλόγισε δύο σημαντικά λάθη, τον διορισμό του Αριστείδη Στεργιάδη σε μια τόσο κρίσιμη θέση και τη διενέργεια εκλογών που άλλαξαν την πολιτική κατάσταση της χώρας. Ο ίδιος ο Βενιζέλος ομολογούσε αργότερα ότι πράγματι ήταν λάθος οι εκλογές του Νοεμβρίου του 1920, αλλά δεν ήταν δυνατόν να το αντιληφθεί τότε. Μεγαλύτερο λάθος όμως ήταν η επάνοδος του Κωνσταντίνου που ήταν κηρυγμένος εχθρός της Αντάντ και η συνέχιση του πολέμου και επέκταση του μετώπου από τη νέα κυβέρνηση που δεν διέβλεψε ότι είχε μεταστραφεί η ευρωπαϊκή διπλωματία και δεν επιδίωξε μια αναίμακτη απαγκίστρωση από τον μικρασιατικό πόλεμο πριν την κατάρρευση του μετώπου, την αντεπίθεση του Κεμάλ και την εθνική τραγωδία. Όλα αυτά που σε μας σήμερα φαίνονται εύλογα ποιος μπορούσε τότε να τα προβλέψει και να τα αποτρέψει; Η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της χώρας μας τότε πίστεψε ότι ήταν σε θέση να επιβάλει στον Κεμάλ τους όρους της συνθήκης των Σεβρών, παρά την αντίθετη άποψη των Ευρωπαίων και απατήθηκε οικτρά.