Μήπως να κάνετε συνέδριο να επικυρώσετε τη διάλυση του ΣΥΡΙΖΑ και να σπάσετε τις άγκυρες του ΠΑΣΟΚ;
Γράφει ο Λευτέρης Θ. Χαραλαμπόπουλος στο in.gr
Είναι γνωστό ότι δεν μου αρέσει να μασάω τα λόγια μου. Το αστείο με την ανύπαρκτη επί της ουσίας αντιπολίτευση παρατράβηξε και έχει αρχίσει να γίνεται ενοχλητικό και κυρίως επικίνδυνο. Είναι σαφές ότι η σημερινή κατάσταση ανισορροπίας στο πολιτικό σκηνικό με το σύστημα του ενάμισι κόμματος δεν μπορεί να συνεχιστεί, εγκλωβίζοντας την πολιτική κοινωνία και αυξάνοντας τα αδιέξοδα.
Αυτή τη στιγμή έχουμε μια κυβέρνηση που ενώ έχει φθορά, συνεχίζει απτόητη το έργο της γιατί πολύ απλά γνωρίζει ότι δεν έχει «αντίπαλο», που θα ωφεληθεί από τις δικές της απώλειες. Και αυτόν τον κυνικό εκβιασμό «και να φύγεις σάμπως τι έχεις να ψηφίσεις;» τον επιτρέπει η αντιπολίτευση.
Η κυβέρνηση του Μητσοτάκη δεν έχει απέναντί της κάποιο άλλο κόμμα διακυβέρνησης που να της κάνει κριτική, να εντοπίζει λάθη, να προτείνει εναλλακτικές πολιτικές, να αποδημεί τη δράση των υπουργών, να εκπροσωπεί τη δυσαρέσκεια της κοινωνίας και κυρίως να πείθει όντως ότι αποτελεί το «αντίπαλο δέος».
Και αυτό γιατί για διαφορετικούς λόγους και ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ, τα δύο δυνάμει κόμματα διακυβέρνησης του δημοκρατικού χώρου, είναι σε μια βαθιά κρίση, και το χειρότερο και πιο δυσοίωνο είναι ότι δεν φαίνεται να το συνειδητοποιούν.
Δείτε την εικόνα αυτού του Σαββατοκύριακου:
Ο πρωθυπουργός στην πραγματικότητα είχε την πιο αμήχανη παρουσία του σε ΔΕΘ, με τη δυνατότητα παροχών να έχει σχεδόν εξαντληθεί. Ανακοίνωσε πολλά μέτρα, αμφίβολης αποτελεσματικότητας, μοίρασε υποσχέσεις για κρίσιμους τομείς, αλλά καμιά μεγάλη δέσμευση πολιτικής. Αναγνώρισε ότι χρειάζονται μεγαλύτεροι μισθοί, αλλά ταυτόχρονα σχεδόν απείλησε ότι εάν φύγει από την πρωθυπουργία θα επιστρέψουν τα μνημόνια. Ανακοίνωσε ότι αλλάζει ο χαρακτήρας της ελάχιστης επένδυσης για «χρυσή βίζα», αλλά δεν ανακοίνωσε καμία μεγάλη επένδυση υψηλής τεχνολογίας και υψηλής προστιθέμενης αξίας. Κοντολογίς στην αγωνία της κοινωνίας και στα υπαρκτά και μεγάλα προβλήματά της δεν απάντησε.
Την ίδια στιγμή, όμως, απέναντι του απλώς δεν υπήρχε κανένας πολιτικός χώρος που να μπορεί όλα αυτά να τα θίξει και κυρίως να απαντήσει, όχι με μια τυπική ανακοίνωση λίγων γραμμών, αλλά ουσιαστικά και δυναμικά.
Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε μια τελικά διήμερη πολιτική διαδικασία που απλώς έκανε εμφανή την αποδιάρθρωσή του και κατέληξε σε μια πολιτική ήττα του Στέφανου Κασσελάκη που όμως δεν ήταν και νίκη κάποιας πολιτικής γραμμής, αφού επιμένω το ιδεολογικό και πολιτικό επίδικο σε όλη αυτή τη φαρσοκωμωδία δεν κατέστη ποτέ σαφές, δεν ασχολήθηκε άλλωστε, ούτε φρόντισε καμία πλευρά για αυτό.
Το ΠΑΣΟΚ, από την άλλη, βρίσκεται μέσα σε μια διαδικασία εκλογής ηγεσίας και όλο το πολιτικό του δυναμικό ασχολείται με το ποιος τελικά θα εκλεγεί αρχηγός και τους συσχετισμούς, βάζοντας σε δεύτερη μοίρα το τι γίνεται συνολικά στη χώρα.
Όλα αυτά διαμορφώνουν μια πρωτοφανή συνθήκη στην πολιτική ζωή της χώρας.
Και αποτελούν εκ των πραγμάτων πληγή στη σωστή λειτουργία της δημοκρατίας.
Γιατί δεν είναι υγιής δημοκρατία ένα καθεστώς όπου κυβερνά χωρίς αντίπαλο το κόμμα που εκπροσωπεί την πιο συμπαγή μειοψηφία του εκλογικού σώματος σε εκλογές μειωμένης συμμετοχής.
Τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και το ΠΑΣΟΚ μοιάζουν με πλοία που για διαφορετικούς λόγους δεν μπορούν να σαλπάρουν. Έχουν βαριές άγκυρες που δεν μπορούν να τις σηκώσουν.
Αυτές αφορούν σωρευμένα στρατηγικά προβλήματα, στελέχη που τελικά λειτουργούν σαν εμπόδια, «σεβάσμιες προσωπικότητες» που δεν μπορούν να σταματήσουν να θεωρούν ότι δικαιούνται να ασκούν έλεγχο.
Και το πλήρωμα όμως δεν εμπνέει εμπιστοσύνη. Εάν κανείς κοιτάξει το δυναμικό τους δεν μπορεί να διακρίνει τον επόμενο «τσάρο της οικονομίας», τον επόμενο υπουργό Παιδείας, τον επόμενο μεταρρυθμιστή υπουργό Εσωτερικών, τον υπουργό Περιβάλλοντος που θα κάνει πράξη την Πράσινη Μετάβαση.
Και μιλάμε αφενός για το κόμμα που μέχρι τα μνημόνια είχε κυβερνήσει περισσότερα χρόνια από οποιοδήποτε άλλο στη Μεταπολίτευση και αφετέρου για ένα κόμμα που ήδη από το 2012 μπορούσε να παρουσιάσει μια εντυπωσιακή σειρά προσωπικοτήτων που έδειχναν ότι όχι μόνο μπορούσαν να κυβερνήσουν, αλλά και να αλλάξουν τα πράγματα.
Δεν είναι τυχαίο ότι αυτή τη στιγμή τα κόμματα αυτά δεν μπορούν να προσελκύσουν το «ταλέντο» που υπάρχει στη χώρα, δηλαδή όλο αυτό το δυναμικό με γνώση και δεξιότητες και στρατηγική οπτική, ακριβώς το δυναμικό που μπορούσαν κατεξοχήν να προσελκύουν σε διαφορετικές στιγμές στο παρελθόν, σε εποχές που η ΝΔ δεχόταν κυρίως βιογραφικά από πολιτικά και οικονομικά «τζάκια».
Το μεγαλύτερο πρόβλημα αυτή τη στιγμή τόσο με τον ΣΥΡΙΖΑ όσο και το ΠΑΣΟΚ είναι ακριβώς ότι δεν μιλάνε στην κοινωνία, δεν την κινητοποιούν, δεν την εμπνέουν. Τα στελέχη τους μιλάνε σχεδόν αποκλειστικά στο εσωκομματικό κοινό. Η κοινωνία δεν βλέπει μια εικόνα αντιπολίτευσης, αλλά σκυλοκαβγάδες.
Και εάν το ΠΑΣΟΚ δείχνει να έχει μια πιο συγκροτημένη διαδικασία, παρότι σίγουρα θα βγει τραυματισμένο, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι εμφανές ότι είναι σε τροχιά διάλυσης. Αυτό επικυρώθηκε στην Κεντρική Επιτροπή.
Και μπορεί να διαμορφώθηκε συσχετισμός για να φύγει ο Κασσελάκης, καθώς το μόνο στο οποίο όλοι συμφωνούν είναι ότι δεν μπορεί να εκπροσωπήσει οποιαδήποτε εκδοχή Αριστεράς ή οποιοδήποτε κόμμα πλην ίσως μιας εκδοχής των Αμερικανών Democrats, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι διαμορφώθηκε και συσχετισμός που να πηγαίνει προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση με πολιτική πρόταση, σχέδιο, ιδεολογικό στίγμα.
Και αυτό γιατί η ετερόκλητη συμμαχία όσων δεν ήθελαν τον Κασσελάκη, που πιθανώς να ενισχυθεί καθώς κανείς δεν θα θέλει να στηρίξει έναν πλέον ρητά αποκηρυγμένο ηγέτη, όχι μόνο δεν έχει καμία συνεκτική λογική, αλλά και γιατί όσοι φαίνεται ότι θα διαγκωνιστούν για την ηγεσία δεν προτείνουν ούτε διαφορετικές στρατηγικές, ούτε διαφορετικές κοινωνικές εκπροσωπήσεις και συμμαχίες.
Δηλαδή, δεν έχουμε κάποιες ή κάποιους που είναι πιο αριστεροί ή πιο «πραγματιστές», πιο «εκσυγχρονιστές» ή πιο «ριζοσπάστες», πιο πολύ με τους εργάτες ή πιο πολύ με τη μεσαία τάξη, πιο πολύ με τη νεολαία ή πιο πολύ με τα πιο συντηρητικά κομμάτια.
Έχουμε απλώς πολιτικά στελέχη που το καθένα θεωρεί ότι θα είναι καλύτερο για την ηγεσία, ενός πολιτικού χώρου που απογοήτευσε και διαρκώς συρρικνώνεται.
Με αποτέλεσμα μια χαοτική διαδικασία εκλογής ηγεσίας, με πολύ μικρότερη συμμετοχή από την προηγούμενη φορά, που δεν πρόκειται να αποκαταστήσει την ενότητα και που στο τέλος θα οδηγήσει στο να φτιαχτούν δύο ή ακόμη και τρεις κοινοβουλευτικές ομάδες που απλώς θα δώσουν το «πράσινο φως» στον Κυριάκο Μητσοτάκη για να κάνει πρόωρες εκλογές γιατί τα κομμάτια ενός διχοτομημένου ή τριχοτομημένου ΣΥΡΙΖΑ μπορεί και να μην μπορούν να περάσουν το 3% όπως δείχνει η μέχρι τώρα εκλογική πορεία της Νέας Αριστεράς, η οποία και πιο αξιοπρεπή παρουσία έχει και σαφή συνοχή.
Ούτε είναι τυχαίο ότι σε μια πρωτοφανή επιμονή στη λογική ότι εάν κάνεις ένα μεγάλο λάθος μία φορά, το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να το επαναλάβεις, στον ΣΥΡΙΖΑ ετοιμάζονται να προχωρήσουν ξανά σε διαδικασία εκλογής χωρίς Συνέδριο, δηλαδή να εκλέξουν αρχηγό χωρίς να έχουν συζητήσει πρώτα ποια πολιτική και ποια στρατηγική θα εκπροσωπήσει αυτός ή αυτή και χωρίς βέβαια να μιλήσουν τα φιλόδοξα στελέχη για το εάν έχουν ένα πρόγραμμα για να κυβερνήσουν.
Και όλοι ξέρουμε τι σημαίνει αυτή η κατάσταση και ποιος κίνδυνος ελλοχεύει. Η διαμαρτυρία, η οργή, η αγανάκτηση να πάει στην Ακροδεξιά. Ακριβώς, όπως γίνεται σε όλη την Ευρώπη και δυστυχώς δεν υπάρχει καμία ασφαλής εγγύηση ότι δεν θα έχουμε μια ανάλογη εξέλιξη στην Ελλάδα εκτός και εάν αλλάξει ριζικά η κατάσταση στο πολιτικό σκηνικό.
Για όλους αυτούς τους λόγους και εάν στον ΣΥΡΙΖΑ τους έχει αφήσει ο διαρκής φραξιονισμός χωρίς αρχές και κυρίως χωρίς περιεχόμενο έστω και ένα δράμι πολιτικής σκέψης, ένα πράγμα πρέπει να κάνουν.
Να μην επικεντρωθούν στη διαδικασία εκλογής ηγεσίας, αλλά να δώσουν βάρος στο συνέδριο. Σε αυτό να κάνουν τον απολογισμό και την αυτοκριτική τους, να αναμετρηθούν με την πραγματικότητα, να συνειδητοποιήσουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει κλείσει τον κύκλο του και να αναλάβουν την πρωτοβουλία για μια νέα αρχή, μια αναγέννηση με βάση τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας, το πρόταγμα των καιρών, τις μεγάλες προκλήσεις. Να κάνουν ένα ανοιχτό κάλεσμα σε όλο το πολιτικό και κοινωνικό δυναμικό που μπορεί να συνδιαμορφώσει μια νέα δημοκρατική παράταξη, τον πολιτικό χώρο που να μπορεί να εκπροσωπήσει τους εργαζομένους και τη μεσαία τάξη, το πολιτικό ρεύμα που θα μπορέσει να προσφέρει εναλλακτική σε έναν νεοφιλελευθερισμό που γίνεται όλο και πιο αυταρχικός και στην ακροδεξιά.